- διοργίζομαι
- διοργίζομαι,A to be very angry, Plb.2.8.13;
τινί LXX 3 Ma.3.1
(v.l.), Plu.Ages.6;διωργισμένος Phld.Ir.p.9
W.;διοργισθείς D.S.14.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί LXX 3 Ma.3.1
(v.l.), Plu.Ages.6;διωργισμένος Phld.Ir.p.9
W.;διοργισθείς D.S.14.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διοργίζομαι — (Α) [οργίζομαι] οργίζομαι υπερβολικά … Dictionary of Greek
διοργισθέντα — διοργίζομαι to be very angry aor part mp neut nom/voc/acc pl διοργίζομαι to be very angry aor part mp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοργιζόμενος — διοργίζομαι to be very angry pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοργισθείς — διοργίζομαι to be very angry aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοργισθῆναι — διοργίζομαι to be very angry aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοργισθῇ — διοργίζομαι to be very angry aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοργισθέντες — διοργίζομαι to be very angry aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοργίζεσθαι — διοργίζομαι to be very angry pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)